μπομπονιέρα

μπομπονιέρα
και μπουμπουνιέρα, η
θήκη με κουφέτα η οποία προσφέρεται στους καλεσμένους σε γάμους ή βαπτίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bonboniera].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπομπονιέρα — η (λ. ιταλ.), το κουτάκι ή το τούλι όπου τοποθετούνται τα κουφέτα που προσφέρονται στους γάμους ή τα βαφτίσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… …   Dictionary of Greek

  • φιόγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. τρόπος δεσίματος λαιμοδέτη, κορδέλας, κορδονιού κτλ., σε σχήμα πεταλούδας: Η μπομπονιέρα έχει ωραίο φιόγκο στην κορδέλα της. 2. λαιμοδέτης δεμένος με αυτόν τον τρόπο, φιογκάκι: Μ αυτό το επίσημο κοστούμι αυτός μόνο ο φιόγκος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”